φωτοπολλαπλασιαστής

φωτοπολλαπλασιαστής
ο, Ν
(ηλεκτρον.) χαρακτηρισμός φωτοηλεκτρικού κυττάρου με ικανότητα πολλαπλασιασμού τών ηλεκτρονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photomultiplicateur < photo- (< φωτ[ο]-*) + multiplicateur «πολλαπλασιαστής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιαστής — ο, Ν 1. αυτός που αυξάνει κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. τεχνολ. επαγωγικό πηνίο το οποίο αποτελεί μέρος τού συστήματος ανάφλεξης ενός βενζινοκινητήρα όταν αυτή γίνεται με τη βοήθεια μπαταρίας 3. μαθημ. ο ένας από τους δύο παράγοντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”